στύραξ

στύραξ
(I)
-ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α
βλ. στύρακας.
————————
(II)
-ακος, ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ*
αρχ.
κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ-αξ (με επίθημα -αξ, πρβλ. πίν-αξ, χάρ-αξ) ανήκει, κατά μία άποψη, στην οικογένεια τού ρ. ἵστημι* και έχει σχηματιστεί από τη λ. σταυρός*, αλλά με τον φωνηεντισμό τών τ. στῦλος*, στύω*, δηλ. από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- με βραχύ το φωνήεν -υ- τής παρέκτασης (βλ. λ. σταυρός, στύλος, στύω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. στύραξ με σημ. «κοντάρι» προήλθε από τη λ. στύραξ* (Ι) «είδος δέντρου» (πρβλ. τη φρ. στυράκινα ἀκοντίσματα «ακόντια κατασκευασμένα από ξύλο στύρακα»). Ανάλογη περίπτωση χρησιμοποίησης τού ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το ξύλο τού δένδρου αυτού έχουμε στη λ. μελία*. Ωστόσο, πρόβλημα γεννά το γεγονός ότι το φυτό στύραξ εισήχθη στην Ελλάδα από τους Φοίνικες και δεν πρέπει να ήταν πολύ διαδομένο στην Ελλάδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στύραξ — 1 storax masc nom/voc sg στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυράκων — στύραξ 1 storax masc gen pl στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύρακα — στύραξ 1 storax masc acc sg στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύρακας — στύραξ 1 storax masc acc pl στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύρακες — στύραξ 1 storax masc nom/voc pl στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύρακι — στύραξ 1 storax masc dat sg στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύρακος — στύραξ 1 storax masc gen sg στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύραξι — στύραξ 1 storax masc dat pl (epic) στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύραξιν — στύραξ 1 storax masc dat pl (epic) στύραξ 2 spike at the lower end of a spear shaft masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυράκιον — (I) τὸ, Α [στύραξ, ακος (Ι)] υποκορ. τού στύραξ (Ι). (II) τὸ, Α [στύραξ, ακος (II)] υποκορ. τού στύραξ (II) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”